βασιλεύσει

βασιλεύσει
βασιλεύω
to be king
aor subj act 3rd sg (epic)
βασιλεύω
to be king
fut ind mid 2nd sg
βασιλεύω
to be king
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • σκύθης — Μυθικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας από τη Σκυθία. Σύμφωνα με την παράδοση αναχωρώντας ο Ηρακλής, άφησε εντολή να βασιλεύσει στη χώρα εκείνος από τους τρεις γιους του (Αγάθυρσο, Γελωνό και Σ.), ο οποίος θα κατόρθωνε να τεντώσει… …   Dictionary of Greek

  • τέν(ν)o — ο, Ν άκλ. τίτλος που λάμβανε ο αυτοκράτορας τής Ιαπωνίας μετά τον θάνατό του, μαζί με το όνομα τής βασιλικής επώνυμης περιόδου κατά την οποία είχε βασιλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. tennō) …   Dictionary of Greek

  • Αίατος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Θεσσαλών, που λέγονταν τότε Εφυραίοι και προέρχονταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Με επικεφαλής τον Α. έδιωξαν τους Βοιωτούς από τη Θεσσαλία προς την περιοχή, τη μετέπειτα γνωστή ως Βοιωτία. Ο Α., γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • Βρουγχίλδη — (Brunhilde, 534 – 613 μ.Χ.). Κόρη του βασιλιά των Βησιγότθων Αθαναγίλδου. Ήταν σύζυγος του Σιγιβέρτου, βασιλιά της Αυστρασίας, τον οποίο έστρεψε, με αφορμή τη δολοφονία της αδελφής της Γκαλσβίνθης, εναντίον του αδελφού του Χιλπέριχου, βασιλιά της …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… …   Dictionary of Greek

  • χιλιασμός — ο θρησκευτική αίρεση που κηρύσσει ότι ο Χριστός θα βασιλεύσει στη Γη χίλια χρόνια, προτού να έρθει η μέλλουσα κρίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”